- μελλέπταρμος
- μελλέ-πταρμος, ον,A just going to sneeze, Arist.Pr.958a15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελλέπταρμος — μελλέπταρμος, ον (Α) έτοιμος να φταρνιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + πταρμός (< πτάρνυμαι)] … Dictionary of Greek
μελλέπταρμοι — μελλέπταρμος just going to sneeze masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… … Dictionary of Greek